Η Κρεαταγορά
Βγήκα και πάλι ψες στην κρεαταγορά
Χυμώδη κορμιά εκτίθεντο στα τσιγκέλια
Ο αέρας κι η μουσική αναδείκνυε τα κάλλη τους
Που αισθησιακά κουνιούνταν στο ρυθμό
Μια εκδοχή του Πάνα φθηνή και αγοραία
Που βρίσκεται στα πλούσια εμπορικά κέντρα
Κι αγοράζεται με πιστωτική σε τιμή ευκαιρίας
Τους δίδασκε κινήσεις λάγνες κι ερωτικές
Μέθη αγοράσαμε με τ’ αδέρφια μου τους λύκους
Κι ευχαριστηθήκαμε φιλία και μπανιστήρι
Φτήνια πολυτελή ωραίων γυναικείων κορμιών
Μας περίβαλε σαν κουρτίνα αραχνοΰφαντη
Κεκρυμμένη συνουσία παντού εφώλιαζε
Με πέπλο ενοχής από θρησκευτικούς φραγμούς
Κι όλο τα κρέατα λικνίζονταν με χάρη
Στους ρυθμούς της αγοραίας μουσικής
Στήθη κι οπίσθια μπρος πίσω πήγαιναν
Και σαρδόνια βλέμματα μας κάρφωναν εδώ κι εκεί
Κι όλοι σαν πρόβατα τη μέθη τη φτηνή αγόραζαν
Κι όλοι σαν χοίροι χυδαία κοιτούσαν γύρω
Η κρεαταγορά ξημέρωμα έκλεισε
Κι η αληθινή Αφροδίτη ντροπιασμένη έφυγε
Αλλού του έρωτα την αλήθεια να διδάξει
Γιατί άνθρωπους παθιασμένους δε βρήκε στο χασάπη.
The Meatmarket
Yet again I went out to the Meatmarket
Luscious bodies were hanging on the hooks
The wind and music displayed their beauty
That heaved sensually in rhythm
A cheap and prostitute version of Pan
Found in luxurious mall centers
Purchased by credit card bargain
Taught them moves lusty and amorous
My wolf brothers and I bought intoxication
And took pleasure in amity and leering
Luxurious cheapness of pretty female forms
Surrounded us like finely embroidered curtains
Cached intercourse nested here and there
Hidden in veils of religious inhibithion
And the meat graciously danced and danced
Under the rhythms of music bought and sold
Breasts and Buttocks to and fro
Sinister looks pierced us here and there
And sheepishly all bought intoxication
Exchanging vulgar leers like pigs
The Meatmarket closed at dawn
And Venus Vera left in shame
To teach the ways of Cupid elsewhere
For she found not passion at the Butcher's
Saturday, August 30, 2008
Sunday, March 9, 2008
Η Τιτίκα στην Πλατεία
Η Τιτίκα στην πλατεία
Μια μέρα που οι τηλεοράσεις ξερνοβόλαγαν reality, συνάντησα την Τιτίκα σε μια πλατεία. Φορούσε ενα κατακίτρινο φθινοπωρινό φουστάνι που είχε αγοράσει από μια αμερικάνικη ταινία του '50 και είχε περασμένο στους ώμους της ενα ελευθεριακό μωβ σάλι. Την ερωτεύτηκα στη στιγμή. Ολόγυρα, οι χιλιάδες προβατάνθρωποι είχαν κατακλύσει την πλατεία για να δουν τον Κύριο Πρόεδρο να απονέμει το Παράσημο Τιμής στον Νικητή του reality. Όσοι είχαν προσέξει την Τιτίκα, κοιτούσαν τον κώλο και τα βυζιά της που περιγράφονταν από το φόρεμα της. Εγώ κοιτούσα το σάλι που τόσο χυδαία κάλυπτε τους ώμους της.
Γύρω το πλήθος παραληρούσε ακούγοντας τα εγκωμιαστικά σχόλια του Κυρίου Προέδρου και του έτρεχαν τα σάλια, ενώ οι προσόψεις των παλιών ψηλών κτηρίων που έζωναν την πλατεία ήταν διακοσμημένες με τεράστιες αφίσες του Δαφνοστεφανωμένου Νικητή του Reality και τεράστιες ελληνικές σημαίες. Όλοι αλάλαζαν ταυτόχρονα, άλλοι τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, άλλοι το τραγούδι των τίτλων αρχής του Reality και άλλοι απλά έβγαζαν άναρθρες κραυγές.
Ένας Τσομπάνος τότε πυροβόλησε με ένα μηχάνημα που αντί για σφαίρες πετούσε μπαλτάδες και έριξε δυο πρόβατα. Όλοι χίμηξαν πάνω τους να τα κανιβαλίσουν, εκτός από εμενα κι αυτήν. Ήμασταν οι μόνοι που δεν ήμασταν κανίβαλα πρόβατα μεσα σ' αυτήν την πλατεία, γι' αυτό και με πρόσεξε. Γύρω μας ένα λεφούσι εριφίων καταβρόχθιζε αδιακρίτως ωμό αρνοανθρώπινο κρέας, σερνόμενο και παλλόμενο, βγάζοντας ήχους ηδονής και έχοντας ανάσα που βρωμούσε Coca-Cola. Μόνο εμείς ήμασταν όρθιοι και κοιτιόμασταν.
Την ρώτησα πώς τη λένε:
«Τιτίκα», μου είπε.
Φιληθήκαμε.
Την ώρα που φιλιόμασταν όλες μου οι αισθήσεις έτρεμαν σαν να τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Η σπονδυλική μου στήλη παλλόταν και τα γόνατά μου μετα βίας με κρατούσαν όρθιο.
Πόσο να κράτησε αυτό το αισθητικό παραλήρημα; Δέκα λεπτά, μισή μέρα ή ένα χρόνο;
Το πλήθος, απορροφημένο στο μακάβριο τσιμπούσι του, ήταν σα να μη μας έβλεπε. Ορμούσε ο ένας πάνω στον άλλον για να τον κατασπαράξει, αλλά εμάς μας προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχαμε. Όση ώρα κρατούσε το φιλί μας κανείς δεν μπορούσε να μας δει, να μας αγγίξει, να μας πειράξει. Φιλιόμασταν και ήμασταν ανίκητοι. Μερικοί μάλιστα μπορεί και να διαπέρασαν τα σώματά μας, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι ούτε αυτοί ούτε εμείς.
Σιγά σιγά, ο κόσμος άρχισε να συνέρχεται από την αλληλοφαγική ιερή του μανία, από την οποία δε γλίτωσε ούτε ο Τσομπάνος, ούτε μερικά πρόβατα του κοπαδιού που ξεκίνησαν το φαγοπότι. Ο Κύριος Πρόεδρος και ο Νικητής διέφυγαν από τους υπονόμους μέσα μια στρατιωτική θωρακισμένη κατσαρίδα.
Όταν η επίδραση της παράνοιας είχε περάσει σχεδόν εντελώς, ο κόσμος άρχισε να μας κοιτάει.
Με το που συνέβη αυτό, ανοιξαμε τα μάτια μας, οι γλώσσες μας παρέλυσαν και τα χείλια μας ξεράθηκαν.
Τα στόματα μας χώρισαν. Τα σώματά μας ξεκόλλησαν. Τα χέρια μας απομακρύνθηκαν. Ο ένας γύρισε πλάτη στον άλλον και τράβηξε το δρόμο του. Από τότε που έγινε το περιστατικό με την Τιτίκα στην Πλατεία, την πόλη δεν τη σιχαίνομαι πια τόσο πολύ όσο πριν
Μια μέρα που οι τηλεοράσεις ξερνοβόλαγαν reality, συνάντησα την Τιτίκα σε μια πλατεία. Φορούσε ενα κατακίτρινο φθινοπωρινό φουστάνι που είχε αγοράσει από μια αμερικάνικη ταινία του '50 και είχε περασμένο στους ώμους της ενα ελευθεριακό μωβ σάλι. Την ερωτεύτηκα στη στιγμή. Ολόγυρα, οι χιλιάδες προβατάνθρωποι είχαν κατακλύσει την πλατεία για να δουν τον Κύριο Πρόεδρο να απονέμει το Παράσημο Τιμής στον Νικητή του reality. Όσοι είχαν προσέξει την Τιτίκα, κοιτούσαν τον κώλο και τα βυζιά της που περιγράφονταν από το φόρεμα της. Εγώ κοιτούσα το σάλι που τόσο χυδαία κάλυπτε τους ώμους της.
Γύρω το πλήθος παραληρούσε ακούγοντας τα εγκωμιαστικά σχόλια του Κυρίου Προέδρου και του έτρεχαν τα σάλια, ενώ οι προσόψεις των παλιών ψηλών κτηρίων που έζωναν την πλατεία ήταν διακοσμημένες με τεράστιες αφίσες του Δαφνοστεφανωμένου Νικητή του Reality και τεράστιες ελληνικές σημαίες. Όλοι αλάλαζαν ταυτόχρονα, άλλοι τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, άλλοι το τραγούδι των τίτλων αρχής του Reality και άλλοι απλά έβγαζαν άναρθρες κραυγές.
Ένας Τσομπάνος τότε πυροβόλησε με ένα μηχάνημα που αντί για σφαίρες πετούσε μπαλτάδες και έριξε δυο πρόβατα. Όλοι χίμηξαν πάνω τους να τα κανιβαλίσουν, εκτός από εμενα κι αυτήν. Ήμασταν οι μόνοι που δεν ήμασταν κανίβαλα πρόβατα μεσα σ' αυτήν την πλατεία, γι' αυτό και με πρόσεξε. Γύρω μας ένα λεφούσι εριφίων καταβρόχθιζε αδιακρίτως ωμό αρνοανθρώπινο κρέας, σερνόμενο και παλλόμενο, βγάζοντας ήχους ηδονής και έχοντας ανάσα που βρωμούσε Coca-Cola. Μόνο εμείς ήμασταν όρθιοι και κοιτιόμασταν.
Την ρώτησα πώς τη λένε:
«Τιτίκα», μου είπε.
Φιληθήκαμε.
Την ώρα που φιλιόμασταν όλες μου οι αισθήσεις έτρεμαν σαν να τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Η σπονδυλική μου στήλη παλλόταν και τα γόνατά μου μετα βίας με κρατούσαν όρθιο.
Πόσο να κράτησε αυτό το αισθητικό παραλήρημα; Δέκα λεπτά, μισή μέρα ή ένα χρόνο;
Το πλήθος, απορροφημένο στο μακάβριο τσιμπούσι του, ήταν σα να μη μας έβλεπε. Ορμούσε ο ένας πάνω στον άλλον για να τον κατασπαράξει, αλλά εμάς μας προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχαμε. Όση ώρα κρατούσε το φιλί μας κανείς δεν μπορούσε να μας δει, να μας αγγίξει, να μας πειράξει. Φιλιόμασταν και ήμασταν ανίκητοι. Μερικοί μάλιστα μπορεί και να διαπέρασαν τα σώματά μας, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι ούτε αυτοί ούτε εμείς.
Σιγά σιγά, ο κόσμος άρχισε να συνέρχεται από την αλληλοφαγική ιερή του μανία, από την οποία δε γλίτωσε ούτε ο Τσομπάνος, ούτε μερικά πρόβατα του κοπαδιού που ξεκίνησαν το φαγοπότι. Ο Κύριος Πρόεδρος και ο Νικητής διέφυγαν από τους υπονόμους μέσα μια στρατιωτική θωρακισμένη κατσαρίδα.
Όταν η επίδραση της παράνοιας είχε περάσει σχεδόν εντελώς, ο κόσμος άρχισε να μας κοιτάει.
Με το που συνέβη αυτό, ανοιξαμε τα μάτια μας, οι γλώσσες μας παρέλυσαν και τα χείλια μας ξεράθηκαν.
Τα στόματα μας χώρισαν. Τα σώματά μας ξεκόλλησαν. Τα χέρια μας απομακρύνθηκαν. Ο ένας γύρισε πλάτη στον άλλον και τράβηξε το δρόμο του. Από τότε που έγινε το περιστατικό με την Τιτίκα στην Πλατεία, την πόλη δεν τη σιχαίνομαι πια τόσο πολύ όσο πριν
Saturday, February 2, 2008
Dual Language
After some suggestions, I decided to post the original Greek versions of my work along with the English translations.
Message to English speakers: Pardon my English, I'm not a translator!
Message to English speakers: Pardon my English, I'm not a translator!
Thursday, January 31, 2008
The "Cosette at the Square" incident
On a day that the televisions were spewing out Reality Shows, I met Cosette at a square. She was wearing an intensely yellow autumn-dress she had bought from an American movie of the 50's and had a promiscuous purple shawl wrapped around her shoulders. I fell in love with her in the first second. All around us, thousands of sheep-men had overwhelmed the Square to watch Mr. President award the Medal of Honour to the Reality Show Winner. Everybody who had noticed Cosette were staring at her tits and ass described by her dress. I was staring at her shoulders, that were so vulgarly covered by her shawl.
Around us, the throng, slobbering, was raving starkly, paying heed to Mr President's praising words, while the faces of the tall buildings that loomed around the square were ornamented with huge Greek flags and gargantuan posters of the Reality Show's winner, all crowned with laurels. Everyone was shouting aloud, others singing the national anthem, others the Show's theme song, others just howling unintelligible screams. A Shepherd then suddenly shot with a Cleaver Cannon and beheaded two Sheep-Men. Everybody but me and her pounced on the mutilated corpses to cannibalise. We were the only ones left standing in that square, not eating our fellow men. That's when she took notice of me. The crowd, writhing and draggin, was devouring raw sheep-man flesh, making sounds of erotic climax, with a breath reeking of Coke, for the indigestion.
I asked her name.
"Cosette", she replied.
We kissed.
While we were kissing, all my senses were trembling as if I was permeated by a strong electrical current. My spine was pulsing and my knees could barely keep me standing. How much could that delirium of the senses have lasted? Ten minutes, half a day, or a whole year?
It was as if the crowd, absorbed in its macabre feast, could not see us. The one charged upon the other to devour them, but we were passed by as if non-existent. While our kiss lasted, nobody could see us, touch us, hurt us. We we kissing and we were Invincible. Some might well have literally passed through our very bodies, but neither we, nor they could tell the difference.
Gradually the people started to come to from their cannibal-mania, from which not even the Shepherd and some of the sheep who began the feast were spared. Mr President and the Winner escaped through the sewers in a Military Armoured Cockroach.
When the paranoid fix passed completely, people started staring us.
The moment that happened, we opened our eyes, our tongues were paralysed and our lips were parched. Our mouths parted. Our bodies were unglued. Our hands drifted away. We turned our backs on each other and went on our separate ways. Ever since this incident, I don't find life at the City as disgusting as before
Around us, the throng, slobbering, was raving starkly, paying heed to Mr President's praising words, while the faces of the tall buildings that loomed around the square were ornamented with huge Greek flags and gargantuan posters of the Reality Show's winner, all crowned with laurels. Everyone was shouting aloud, others singing the national anthem, others the Show's theme song, others just howling unintelligible screams. A Shepherd then suddenly shot with a Cleaver Cannon and beheaded two Sheep-Men. Everybody but me and her pounced on the mutilated corpses to cannibalise. We were the only ones left standing in that square, not eating our fellow men. That's when she took notice of me. The crowd, writhing and draggin, was devouring raw sheep-man flesh, making sounds of erotic climax, with a breath reeking of Coke, for the indigestion.
I asked her name.
"Cosette", she replied.
We kissed.
While we were kissing, all my senses were trembling as if I was permeated by a strong electrical current. My spine was pulsing and my knees could barely keep me standing. How much could that delirium of the senses have lasted? Ten minutes, half a day, or a whole year?
It was as if the crowd, absorbed in its macabre feast, could not see us. The one charged upon the other to devour them, but we were passed by as if non-existent. While our kiss lasted, nobody could see us, touch us, hurt us. We we kissing and we were Invincible. Some might well have literally passed through our very bodies, but neither we, nor they could tell the difference.
Gradually the people started to come to from their cannibal-mania, from which not even the Shepherd and some of the sheep who began the feast were spared. Mr President and the Winner escaped through the sewers in a Military Armoured Cockroach.
When the paranoid fix passed completely, people started staring us.
The moment that happened, we opened our eyes, our tongues were paralysed and our lips were parched. Our mouths parted. Our bodies were unglued. Our hands drifted away. We turned our backs on each other and went on our separate ways. Ever since this incident, I don't find life at the City as disgusting as before
Subscribe to:
Posts (Atom)