Wednesday, December 1, 2010

αφύπνιση

Ξυπνάς μια μέρα το πρωί
Τα μάτια σου ανοίγουν
Ήλιου καυτού λευκή φωτιά
Και φως τα πλημμυρίζουν

Η μαχμουρλού ψυχή σου φλέγεται
Κι αίμα θερμό σε πλένει
Ξανακυλά κι ανίκητα
Το σώμα σού ανασταίνει

Οι μνήμες του ποιος ήσουνα
Στο νου σου αναπηδάνε
Κι οι γλύκες των αισθήσεων
Στο σπίτι τους γυρνάνε

Αναρωτιέσαι τι έγινε
Τα χρόνια που κοιμόσουν
Ποια μόρα σε παρέλυε
Δεμένος πού βρισκόσουν

Πώς την ομίχλη εχάλασες
Το μίτο πώς εβρήκες
Από το δάσος των στοιχειών
Πώς ζωντανός εβγήκες

Φορές εγύρισε πολλές
Του αργαλειού τ' αδράχτι
Κι οι αλυσίδες σου μαθές
Έχουνε γίνει στάχτη

Saturday, January 9, 2010

Τραγούδι Τετραμερές κι Ατέρμονο

Ι. Ταυτότητα

Θάμνος μυρωδικός και πράσινος, της όασης μπαχάρι

Δοξαστικός και σα λωτός, της λησμνονιάς θυμάρι

Μουδιάζει το κεφάλι σου, θολώνει το μυαλό σου

Κι όσο τον γεύεσαι θωρείς, γλυκά των τελειωμό σου.


ΙΙ. Εμπειρία

Στο δρόμο αν βρεις κυματιστό γυναίκας δηλητήριο

Ξανθό και Γάργαρο, Χρυσό, λουσμένο με μυστήριο

Σε Βενετιάς μουράνο φίνο, εύθραστα φυλαγμένο

Πώς να μην προσπαθήσεις μεμιάς να το γευτείς;


Ακόμα κι αν κάθε που στα χείλη σου το φέρνεις

Ενώ μυρίζεις πικραμύγδαλο, στο στόμα νιώθεις όξο

Κι η γλώσσα σου ποτέ της πια αναπαμό δε βρίσκει

Κι η δίψα σου είναι αδύνατο τελειωτικά να σβήσει


ΙΙΙ. Χωρίς σταματημό

Στο χαμογελαστό του δάγκωμα πώς ν' αντισταθείς;

Στην υποσχετική του παραπλάνηση πώς να μην πνιγείς;

Μ' ένα “Πια φτάνει, δεν αντέχω”, πώς να συγκρατηθείς;

Με διάφανο νάμα αθάνατο πώς να συμβιβαστείς;


ΙV. Ατέρμων Βρόχος

Ακόμα μια φορά θα πιεις.

Ακόμα μια φορά θα πιεις

Άκων Εκών σαν ποντικός

Στη φάκα θα πιαστείς






Thursday, March 19, 2009

Ο Ψαράς

Στον παππού μου

Μέσα σε μια παλιοκαλύβα μπλε
Ούτ' εικοσπέντε μέτρ' απ' την ακτή
Ένας γεροψαράς μονάχος δίχτυα πλέκει

Ο ήλιος του μεσημεριού βαρύς
τόσο που να χρυσοπυρώνει η άμμος
Μα το τσαρδί του η κάψα ούτε που αγγίζει

Το ψάρι του στο γκάζι τηγανίζει
Με το μελτέμι κάθε μέρα παίζουν τάβλι
Κι η θάλασσα μαργιόλα τις νύχτες του γλεντά

Σα μαζευτούνε στην αστροφεγγιά
με τον αγέρα και το κύμα ούζο να πιουν
Του κόσμου όλου γίνονται πρωτοτραγουδιστάδες

Πιο πλούσιος απ' αυτόν στον κόσμο άλλος κανείς δεν είναι

Wednesday, February 4, 2009

Η πήξη

Η πήξη είναι η διαδικασία μετατροπής του υγρού σε στερεό. Η σημερινή κοινωνία έχει εδώ και καιρό αντιληφθεί ότι μέσω της πήξεως πλείστα όσα επιτεύγματα είναι εφικτά. Επί παραδείγματι, όλοι οι καλοί κύριοι στις μέρες μας προσλαμβάνουν επαγγελματίες πήκτες για να αποπερατωθεί αξιόπιστα και με ασφάλεια μία κοπιαστική, απαιτητική μα απαραίτητη εργασία.

Εύκολα γίνεται κατανοητό πως η πιο βασική πηκτική διαδικασία είναι η αποκρυστάλλωση των τύψεων συνειδήσεως σε στερεούς κυβίσκους ωχρόφαιης και πορώδους ουσίας. Τοιουτοτρόπως, καθίσταται δυνατόν να τοποθετηθούν σε υδατοστεγείς, αποστειρωμένες και υποαλλεργικές πλαστικές συσκευασίες, τυποποιημένου μεγέθους και σχήματος, να πεταχθούν σε κάδους απορριμάτων και άκοπα να μεταφερθούν σε κατάλληλους χώρους υγειονομικής ταφής υπολλειμάτων, ή να κατεργασθούν χημικά και βιολογικά, καταλήγοντας να ανακυκλώνονται με τη μορφή λιπάσματος και ζωοτροφής.

Πέρα από την αυτονόητη εξοικονόμηση πλουτοπαραγωγικών πόρων και την τεράστια οικολογική σημασία που ούτως ή άλλως έχει η ανακύκλωση των πεπηγμένων τύψεων, παρουσιάζει οφέλη στην υγεία του σώματος του καθενός και της κοινωνίας όλων. Μέσω της πήξεως άρα είναι δυνατή μία σπάνια σύμπηξη ατομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού οφέλους. Ιατρικά, η παραμονή σε περιοχή όπου βρίσκονται υγρές τύψεις σε προκαταρκτικό στάδιο και η κατακράτηση τους μέσα στον οργανισμό σε καλπάζουσες παθολογίες μπορεί να προκαλέσει απώλεια της όρεξης, μειωμένη ανάπτυξη, τύφο, κατάθλιψη και παραμέληση της φροντίδας της τριχοφυΐας του προσώπου και του τριχωτού της κεφαλής στους άνδρες και των ποδών και του εφηβαίου στις γυναίκες. Κοινωνικά, οδηγεί στην απομόνωση, στην αυτοκαταστροφική και αναίτια αναζήτηση προσωπικών ευθυνών και στην τήξη των ατσάλινων δεσμών αγάπης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, που είναι το θεμέλιο της κοινωνίας μας.

Είναι βέβαια αδήριτη η ανάγκη για την κοινωνική συνοχή και ευημερία η λειτουργία του δικτύου διανομής απορριμάτων να είναι απρόσκοπτη και επί εικοσιτετραώρου βάσεως, ώστε επιτυγχάνεται συνεχής ροή πεπηγμένων τύψεων από τα αστικά κέντρα στους χώρους ταφής. Ειδάλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος τήξης των κυβίσκων, με αποτέλεσμα να ρέουν οι τετηγμένες τύψεις ακατάσχετα προς όλες τις κατευθύνσεις, πνίγοντας και καταστρέφοντας χοροεσπερίδες, λαχειοφόρους αγορές, φιλανθρωπικά γκάλά, συναυλίες συμπαράστασεις και τηλεμαραθωνίους αγάπης σε πανελλήνια ζωντανή μετάδοση.

Φυσικά κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και ανάρμοστο και πρέπει να αποφεύγεται απαρέγκλιτα. Όσο ύπουλη και να είναι η τύψη στην αρχική υγρή μορφή της, οι κοινωνικές και σωματικές επιπτώσεις αργούν να εμφανιστούν και είναι απόλυτα ιάσιμες, με την επίσκεψη σε οιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομειακό ίδρυμα. Εντούτοις, η πήξη αλλάζει τη μοριακή δομή της ουσίας με τέτοιον τρόπο ώστε αν επαναϋγροποιηθεί και συγκεντρωθεί σε μεγάλες ποσότητες, να είναι ουσία ιδιατέρως διαβρωτική, δύσοσμη και επικίνδυνη. Αν έρθει σε επαφή με ένδυση υψηλής ραπτικής μπορεί να κηλιδώσει ανεξίτηλα το πιο ακριβό και ραφιναρισμένο ύφασμα και να σπιλώσει τη φήμη του κατόχου άπαξ διαπαντός. Αν χυθεί έστω και μία σταγόνα της σε τηλεοπτική συσκευή, την καταστρέφει ολοκληρωτικά και πέρα από κάθε προσπάθεια επιδιόρθωσης. Θιασώτες της μοντέρνας δημοφιλούς κουλτούρας, λάτρεις της μουσικής, του κινηματογράφου και του ημερισίου κοσμικού τύπου μπορεί να στραφούν σε παρηκμασμένες, γραφικές, επιβλαβείς και γκροτέσκες διασκεδάσεις, ή στη χρήση μαλακών ψυχαγωγικών ναρκωτικών ουσιών.

Ενθυμείστε λοιπόν να στερεοποιείτε καθημερινώς τις τύψεις σας, είτε μόνοι σας, είτε προτιμητέα με τη βοήθεια κάποιου εκπαιδευμένου επαγγελματία πήκτη, πιστοποιημένου από το υγειονομικό. Αν δεν δεν είστε αμελείς, οι τύψεις σας θα είναι πάντα στην ακίνδυνη και οφέλιμη στερεά μορφή τους και η προσωπική και οικιακή υγιεινή θα είναι σε άψογο επίπεδο. Όπως έχουμε ξαναγράψει πολλάκις σε αυτήν τη στήλη, η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά

Saturday, August 30, 2008

Η Κρεαταγορά - The Meatmarket

Η Κρεαταγορά

Βγήκα και πάλι ψες στην κρεαταγορά
Χυμώδη κορμιά εκτίθεντο στα τσιγκέλια
Ο αέρας κι η μουσική αναδείκνυε τα κάλλη τους
Που αισθησιακά κουνιούνταν στο ρυθμό

Μια εκδοχή του Πάνα φθηνή και αγοραία
Που βρίσκεται στα πλούσια εμπορικά κέντρα
Κι αγοράζεται με πιστωτική σε τιμή ευκαιρίας
Τους δίδασκε κινήσεις λάγνες κι ερωτικές

Μέθη αγοράσαμε με τ’ αδέρφια μου τους λύκους
Κι ευχαριστηθήκαμε φιλία και μπανιστήρι
Φτήνια πολυτελή ωραίων γυναικείων κορμιών
Μας περίβαλε σαν κουρτίνα αραχνοΰφαντη

Κεκρυμμένη συνουσία παντού εφώλιαζε
Με πέπλο ενοχής από θρησκευτικούς φραγμούς
Κι όλο τα κρέατα λικνίζονταν με χάρη
Στους ρυθμούς της αγοραίας μουσικής

Στήθη κι οπίσθια μπρος πίσω πήγαιναν
Και σαρδόνια βλέμματα μας κάρφωναν εδώ κι εκεί
Κι όλοι σαν πρόβατα τη μέθη τη φτηνή αγόραζαν
Κι όλοι σαν χοίροι χυδαία κοιτούσαν γύρω

Η κρεαταγορά ξημέρωμα έκλεισε
Κι η αληθινή Αφροδίτη ντροπιασμένη έφυγε
Αλλού του έρωτα την αλήθεια να διδάξει
Γιατί άνθρωπους παθιασμένους δε βρήκε στο χασάπη.

The Meatmarket

Yet again I went out to the Meatmarket
Luscious bodies were hanging on the hooks
The wind and music displayed their beauty
That heaved sensually in rhythm

A cheap and prostitute version of Pan
Found in luxurious mall centers
Purchased by credit card bargain
Taught them moves lusty and amorous

My wolf brothers and I bought intoxication
And took pleasure in amity and leering
Luxurious cheapness of pretty female forms
Surrounded us like finely embroidered curtains

Cached intercourse nested here and there
Hidden in veils of religious inhibithion
And the meat graciously danced and danced
Under the rhythms of music bought and sold

Breasts and Buttocks to and fro
Sinister looks pierced us here and there
And sheepishly all bought intoxication
Exchanging vulgar leers like pigs

The Meatmarket closed at dawn
And Venus Vera left in shame
To teach the ways of Cupid elsewhere
For she found not passion at the Butcher's

Sunday, March 9, 2008

Η Τιτίκα στην Πλατεία

Η Τιτίκα στην πλατεία

Μια μέρα που οι τηλεοράσεις ξερνοβόλαγαν reality, συνάντησα την Τιτίκα σε μια πλατεία. Φορούσε ενα κατακίτρινο φθινοπωρινό φουστάνι που είχε αγοράσει από μια αμερικάνικη ταινία του '50 και είχε περασμένο στους ώμους της ενα ελευθεριακό μωβ σάλι. Την ερωτεύτηκα στη στιγμή. Ολόγυρα, οι χιλιάδες προβατάνθρωποι είχαν κατακλύσει την πλατεία για να δουν τον Κύριο Πρόεδρο να απονέμει το Παράσημο Τιμής στον Νικητή του reality. Όσοι είχαν προσέξει την Τιτίκα, κοιτούσαν τον κώλο και τα βυζιά της που περιγράφονταν από το φόρεμα της. Εγώ κοιτούσα το σάλι που τόσο χυδαία κάλυπτε τους ώμους της.
Γύρω το πλήθος παραληρούσε ακούγοντας τα εγκωμιαστικά σχόλια του Κυρίου Προέδρου και του έτρεχαν τα σάλια, ενώ οι προσόψεις των παλιών ψηλών κτηρίων που έζωναν την πλατεία ήταν διακοσμημένες με τεράστιες αφίσες του Δαφνοστεφανωμένου Νικητή του Reality και τεράστιες ελληνικές σημαίες. Όλοι αλάλαζαν ταυτόχρονα, άλλοι τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, άλλοι το τραγούδι των τίτλων αρχής του Reality και άλλοι απλά έβγαζαν άναρθρες κραυγές.
Ένας Τσομπάνος τότε πυροβόλησε με ένα μηχάνημα που αντί για σφαίρες πετούσε μπαλτάδες και έριξε δυο πρόβατα. Όλοι χίμηξαν πάνω τους να τα κανιβαλίσουν, εκτός από εμενα κι αυτήν. Ήμασταν οι μόνοι που δεν ήμασταν κανίβαλα πρόβατα μεσα σ' αυτήν την πλατεία, γι' αυτό και με πρόσεξε. Γύρω μας ένα λεφούσι εριφίων καταβρόχθιζε αδιακρίτως ωμό αρνοανθρώπινο κρέας, σερνόμενο και παλλόμενο, βγάζοντας ήχους ηδονής και έχοντας ανάσα που βρωμούσε Coca-Cola. Μόνο εμείς ήμασταν όρθιοι και κοιτιόμασταν.
Την ρώτησα πώς τη λένε:
«Τιτίκα», μου είπε.
Φιληθήκαμε.
Την ώρα που φιλιόμασταν όλες μου οι αισθήσεις έτρεμαν σαν να τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Η σπονδυλική μου στήλη παλλόταν και τα γόνατά μου μετα βίας με κρατούσαν όρθιο.
Πόσο να κράτησε αυτό το αισθητικό παραλήρημα; Δέκα λεπτά, μισή μέρα ή ένα χρόνο;
Το πλήθος, απορροφημένο στο μακάβριο τσιμπούσι του, ήταν σα να μη μας έβλεπε. Ορμούσε ο ένας πάνω στον άλλον για να τον κατασπαράξει, αλλά εμάς μας προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχαμε. Όση ώρα κρατούσε το φιλί μας κανείς δεν μπορούσε να μας δει, να μας αγγίξει, να μας πειράξει. Φιλιόμασταν και ήμασταν ανίκητοι. Μερικοί μάλιστα μπορεί και να διαπέρασαν τα σώματά μας, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι ούτε αυτοί ούτε εμείς.
Σιγά σιγά, ο κόσμος άρχισε να συνέρχεται από την αλληλοφαγική ιερή του μανία, από την οποία δε γλίτωσε ούτε ο Τσομπάνος, ούτε μερικά πρόβατα του κοπαδιού που ξεκίνησαν το φαγοπότι. Ο Κύριος Πρόεδρος και ο Νικητής διέφυγαν από τους υπονόμους μέσα μια στρατιωτική θωρακισμένη κατσαρίδα.
Όταν η επίδραση της παράνοιας είχε περάσει σχεδόν εντελώς, ο κόσμος άρχισε να μας κοιτάει.
Με το που συνέβη αυτό, ανοιξαμε τα μάτια μας, οι γλώσσες μας παρέλυσαν και τα χείλια μας ξεράθηκαν.
Τα στόματα μας χώρισαν. Τα σώματά μας ξεκόλλησαν. Τα χέρια μας απομακρύνθηκαν. Ο ένας γύρισε πλάτη στον άλλον και τράβηξε το δρόμο του. Από τότε που έγινε το περιστατικό με την Τιτίκα στην Πλατεία, την πόλη δεν τη σιχαίνομαι πια τόσο πολύ όσο πριν